ὔαξ

ὔαξ
ὔαξ· πηδάλιον, ὁδηγός, Id. (perh. [dialect] Boeot. for οἴαξ).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ύαξ — ακος, ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) (πιθ. ως βοιωτ. τ. τού οἴαξ) το πηδάλιο …   Dictionary of Greek

  • υακίζει — Α (κατά τον Ησύχ.) «οἱ εἰς τὰ αὐχένια βρέχει ἢ ὑετίζει ἢ ὕει». [ΕΤΥΜΟΛ. Αντί ὑετίζει (< ὑετός), κατ επίδραση τού ρ. οἰακίζω (< οἴαξ), πρβλ. και τον βοιωτ. τ. ὕαξ, αντί τού οἵαξ, ακος «πηδάλιο»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”